- πρωτοτάξιδος
- -η, -ο, Ν(για πλοία) αυτός που ταξιδεύει για πρώτη φορά, πρωτόπλους («τώρα, που πρωτοτάξιδο θ' απλώσεις τα πανιά σου», Βαλαωρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -τάξιδος (< ταξίδι), πρβλ. καλο-τάξιδος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτοτάξιδος — η, ο αυτός που κάνει το πρώτο του ταξίδι: Το καράβι ήταν πρωτοτάξιδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αταξίδευτος — η, ο 1. αυτός που δεν ταξιδεύει ή που δεν έχει ταξιδέψει 2. (για πλοία) καινούργιος, πρωτοτάξιδος 3. (για θάλασσα) που δεν την έχουν διασχίσει ταξιδεύοντας … Dictionary of Greek
πρωτόπλους — ουν, ΝΑ, και πρωτόπλοος, οον, Α (για πλοία) αυτός που για πρώτη φορά διαπλέει τη θάλασσα, πρωτοτάξιδος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο πρωτόπλους το πρώτο πλοίο που ηγείται ναυτικής δυνάμεως η οποία πλέει σε γραμμή παραγωγής αρχ. 1. αυτός που πλέει… … Dictionary of Greek